- επικαταχέω
- ἐπικαταχέω (Α) [καταχέω]χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικατάχει — ἐπικαταχέω pour upon pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπικαταχέω pour upon imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταχέοντας — ἐπικαταχέω pour upon pres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταχέων — ἐπικαταχέω pour upon pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταχέῃς — ἐπικαταχέω pour upon pres subj act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek